αχρηστεύω

αχρηστεύω
(Μ ἀχρηστεύομαι) [άχρηστος]
1. καθιστώ κάτι άχρηστο, ακατάλληλο για χρήση
2. δεν χρησιμοποιώ πια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αχρηστεύω — αχρηστεύω, αχρήστεψα και αχρήστευσα βλ. πίν. 17 , βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αχρηστεύω — ευσα, εύτηκα, ευμένος, κάνω κάτι άχρηστο: Στον πόλεμο αχρηστεύτηκαν και τα δυο του χέρια. Ουσ. αχρήστευση, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀχρηστεύουσιν — ἀχρηστεύω not to be in use pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀχρηστεύω not to be in use pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναχρειώ — όω, ΜΑ αχρηστεύω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀχρειῶ «αχρηστεύω, καταστρέφω» (< ἀχρεῖος)] …   Dictionary of Greek

  • αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό …   Dictionary of Greek

  • ανθυπονομεύω — 1. αχρηστεύω ή ανατινάσσω τις υπονόμους των πολιορκητών (ενός οχυρού) κατασκευάζοντας νέες υπονόμους 2. υπονομεύω κάποιον που με υπονομεύει …   Dictionary of Greek

  • αποθλίβω — (AM ἀποθλίβω) 1. βγάζω τον χυμό με συμπίεση, στείβω 2. αρμέγω αρχ. 1. πιέζω δυνατά 2. ωθώ προς τα πίσω 3. εκδιώκω, εκτοπίζω 4. στενοχωρώ, φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση 5. αχρηστεύω συμπιέζοντας (τους όρχεις), ευνουχίζω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • απόλλυμι — ἀπόλλυμι κ. ύω κ. ἀπόλλω (AM) [όλλυμι] Ι. 1. καταστρέφω, αχρηστεύω, ερημώνω 2. εξολοθρεύω, σκοτώνω 3. ενοχλώ μέχρι θανάτου, οδηγώ κάποιον σε αδιέξοδο με τα λόγια μου 4. διαφθείρω (γυναίκα) 5. χάνω II. ( μαι) 1. αφανίζομαι, καταστρέφομαι 2.… …   Dictionary of Greek

  • αχρηστώ — ἀχρηστῶ ( όω) (Μ) [άχρηστος] αχρηστεύω …   Dictionary of Greek

  • εκμηδενίζω — 1. καθιστώ κάτι ίσο με το μηδέν, εξαφανίζω («εκμηδενίζω τις πιθανότητες για οικονομική ανάκαμψη») 2. αχρηστεύω τελείως («εκμηδένισε τους αντιπάλους του») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”